- κοντόχρονος
- -η, -ο1. αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής, κοντόμερος2. αυτός που θα γίνει, που θα συντελεστεί σε λίγο χρόνο. Επιρρ. κοντόχρονασε σύντομο χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό-χρονος, πολύ-χρονος].
Dictionary of Greek. 2013.